- Σαγκάλ, Μαρκ
- (Chagall). Γάλλος ζωγράφος ρωσικής καταγωγής (1887-1985). Η πρώτη καλλιτεχνική εκπαίδευση του Σ. άρχισε στο Βι-τέμπσκ, στο εργαστήριο του ζωγράφου Πεν και συνεχίστηκε με το Λεόν Μπακστ στην Πετρούπολη, από το 1907 ως το 1910. Η ανήσυχη και ενστικτώδης φύση του νεαρού Σ. βρίσκεται σε σύγκρουση με την ακαδημαϊκή εκπαίδευση: έτσι το 1910 έφυγε για το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στα περίχωρα του, στο Λα Ρις. Έπειτα από μια πρώτη παραζάλη και μια πρώτη αρνητική αντίδραση, βρήκε γρήγορα ένα δυνατό κίνητρο και παράδειγμα στους γαλλικούς πειραματισμούς εκείνων των χρόνων. Το Παρίσι ζούσε τότε μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης καλλιτεχνικής ζύμωσης: το 1905 οι «φοβ» είχαν φτάσει στο όραμα μιας καθαρής χρωματικής αφαίρεσης κι έπειτα ο Πικάσο είχε εγκαινιάσει τον κυβισμό: οι καλλιτέχνες συναντιούνταν και συζητούσαν. Ο Σ. συναναστρεφόταν τους πιο αντιπροσωπευτικούς, από το Ματίς ως τον Πικάσο, από τον Μπρακ έως το Μοντιλιάνι, καθώς και τον Απολινέρ· πήγαινε όμως πολύ και στο Λούβρο, όπου ανακάλυψε τόσο τους αρχαίους όσο και τους εμπρεσιονιστές. Μπροστά στα εξαιρετικά δείγματα του γαλλικού πολιτισμού, μέσα στο κλίμα ελευθερίας και αναζήτησης του Παρισιού της εποχής εκείνης, ένοιωσε να ωριμάζει όλο και περισσότερο μέσα του η διάθεση να αναπλάθει τις μορφές του πραγματικού, αλλά του εσωτερικού, με συναισθηματική κατεύθυνση. Η παλέτα του άφησε τότε τα καφετιά, τα γκρίζα και τα μαύρα της ρωσικής του διαπαιδαγώγησης και πλουτίστηκε με καθαρά και έντονα χρώματα· δέχτηκε ως ένα βαθμό την επίδραση του κυβισμού σε πίνακες όπως Εγώ και το χωριό μου του 1911 ή Ο στρατιώτης που πίνει του 1912-13, αλλά μόνο σαν δυνατότητα να τονιστεί με τη γεωμετρία η δύναμη του αισθήματος ή για την ταυτόχρονη προβολή όλων των ακόνων μιας αναπόλησης. Το 1914 άφησε το Παρίσι για να ξαναγυρίσει στη Ρωσία. Στο Βερολίνο, όπου πήρε μέρος σε μια έκθεση, τα έργα του επηρέασαν το γερμανικό εξπρεσιονισμό. Στη Ρωσία οι επαναστατικές αρχές τον διόρισαν επίτροπο των καλών τεχνών στο Βιτέμπσκ και το 1919 ήταν στη Μόσχα σκηνογράφος του Εβραϊκού θεάτρου. Αφού συγκρούστηκε με τις αρχές, που είχαν αρχίσει να είναι εχθρικές προς τα πρωτοποριακά κινήματα, ξαναγύρισε στο Παρίσι το 1922, όπου η ώριμη πια τέχνη του εγκαταλείφτηκε στη φωτεινότητα και στη χαρά του χρώματος σε μια σειρά από πίνακες, όπου το θέμα είναι συνήθως η αναπόληση, σε τόνο κάπως μελαγχολικού παραμυθιού της μακρινής πατρίδας και της νεανικής ηλικίας. Μετά το 1930 εικονογράφησε την Αγία Γραφή με παραγγελία του Αμπρουάζ Βολάρ, μ’ ένα αίσθημα γεμάτο θρησκευτική θέρμη και οίκτο για τον ανθρώπινο πόνο, που θα φτάσει στην αποκορύφωση του με τις «Σταυρώσεις» και τα «Μαρτύρια», τα οποία ζωγράφισε κατά τη διάρκεια του πόλεμου. Το 1941, για να αποφύγει τους διωγμούς των Eβραίων, έφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου εργάστηκε και ως σκηνογράφος για πολλά έργα, όπως για τον Αλέκο του Τσαϊκόφσκι και το Πουλί της Φωτιάς του Στραβίνσκι. Το 1947 ξαναγύρισε στη Γαλλία. Από τα νεώτερα έργα του είναι: τα βιτρώ για τη συναγωγή του Medical Center του ιδρύματος Χαντάσσα κοντά στην Ιερουσαλήμ (τελείωσαν το 1962) και για τη μητρόπολη του Μετς, η μεγάλη τοιχογραφία για την οροφή της Όπερας του Παρισιού, η διακόσμηση του νέου ισραηλινού κοινοβουλίου και του λυρικού θεάτρου του Lincoki Center της Νέας Υόρκης.
Μαρκ Σαγκάλ: «Οι ποδηλάτες» (1957). Το θέμα του τσίρκου, σχεδόν αλληγορική και φανταστική αναπαράσταση της ζωής, ταιριάζει ιδιαίτερα στην τέχνη του Γάλλου ζωγράφου.
Η τοιχογραφία της οροφής της Όπερας του Παρισιού έργο του Μαρκ Σαγκάλ (φωτ. ΑΠΕ).
Ο πίνακας La Chambre Jaune έργο του ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.